βαλβιδικός

βαλβιδικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με τη βαλβίδα
2. φρ. α) «βαλβιδική ανεπάρκεια» — ατελές κλείσιμο μιας καρδιακής βαλβίδας
β) «βαλβιδική στένωση» — ατελές άνοιγμα μιας καρδιακής βαλβίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλβίς (-ίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”